ΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ , Ν.4139/2013

Χωρίς ψήφους ακόμα
Υποβλήθηκε από aiakos στις Δευ, 10/03/2014 - 17:14. - 0 Σχόλια

Ι. ΤΕΝΤΕΣ: Ευχαριστώ.

          Κυρίες και κύριοι, αν θα ήθελα να δώσω στην παρέμβασή μου έναν τίτλο, θα έδινα τον τίτλο «Διαφθορά – Διαφάνεια, Δικαιοσύνη – Δικαιότητα». Ένα δίδυμο εννοιών που είναι σχετικές μεταξύ τους. Όχι όμοιες, αλλά σχετικές μεταξύ τους.

          Δεν θα αναφερθώ βέβαια ειδικά στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά σε όλο το φάσμα του δημόσιου βίου, μέρος του οποίου είναι βέβαια και η Τοπική Αυτοδιοίκηση, η οποία όπως ακούσαμε και από τον κύριο Αθανασίου, δέχεται κριτική και εγκαλείται για φαινόμενα διαφθοράς. Δικαίως ή αδίκως δεν το εξετάζω αυτή τη στιγμή.

          Δεν είναι τυχαίο που τον τελευταίο καιρό το ενδιαφέρον της κοινωνίας για το θέμα διαφθορά γίνεται όλο και πιο έντονο. Το  φαινόμενο της διαφθοράς βέβαιο είναι πανάρχαιο. Έχουμε αναφορές σε αυτό από τον Αριστοτέλη, από τον Πλούταρχο, από άλλους αρχαίους συγγραφείς, ακόμα και στη Βίβλο έχουμε αναφορές.

          Η πρόσφατη όμως κορύφωση του ενδιαφέροντος για τη διαφθορά, έχει άμεση σχέση με την ασυνήθιστη οικονομική κρίση την οποία βιώνουμε, και τούτο όχι μόνο διότι είναι πρόδηλη η συμβολή του φαινομένου αυτού στη δημιουργία, στη γέννηση της κρίσης, αλλά και διότι συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο ότι η έξοδός μας από αυτήν την κρίση δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα χωρίς την αντιμετώπιση της διαφθοράς, χωρίς επιτέλους να λογαριαστούμε ως κοινωνία με το φαινόμενο αυτό.

          Η πρώτη και πιο ορατή συνέπεια της διαφθοράς είναι η κατασπατάληση των οικονομικών πόρων. Πόρων δημόσιων όταν η διαφθορά συνίσταται σε διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, με όλες τις δυσμενείς δημοσιονομικές συνέπειες που έχει αυτό, αντίστοιχη στέρηση πόρων από το κοινωνικό κράτος, την υγεία, την παιδεία, τη δικαιοσύνη, την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Πόρων ιδιωτικών, όταν η διαφθορά συνίσταται σε αφαίμαξη ιδιωτών που αναγκάζονται να πληρώνουν για τις υπηρεσίες και λοιπά, τις οποίες δωρεάν δικαιούνται, με όλες και εδώ τις δυσμενείς συνέπειες για την ανάπτυξη της οικονομίας.

          Δεύτερη άμεση συνέπεια είναι η στρέβλωση του υγιούς ανταγωνισμού, όρου επίσης απαραίτητου για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας.

          Οι μετέχοντες σε πράξεις διαφθοράς, ιδιώτες, επιχειρηματίες, αποκτούν αθέμιτα πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών τους και έτσι ούτως ώστε οι τελευταίοι, οι ανταγωνιστές τους, αποκλείονται από την οικονομική ζωή και ματαιώνονται τα πλεονεκτήματα του υγιούς ανταγωνισμού, εις βάρος επίσης της ανάπτυξης, της οικονομίας, στο μέτρο που αποθαρρύνονται οι επενδύσεις.

          Σοβαρότερες όμως θα έλεγα είναι οι ηθικής φύσεως συνέπειες της διαφθοράς. Συνέπειες μη άμεσα ορατές, πλην όμως διαβρωτικές και βαθύτατα καταστροφικές. Πρόκειται για την κατάρρευση του αξιακού συστήματος στο οποίο βασίζεται η κοινωνία και το κράτος. Η διαφθορά επάγεται κλονισμό της εμπιστοσύνης του πολίτη στους θεσμούς, στην πολιτική, στο κράτος δικαίου και εντέλει στο ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα, διότι θίγει βασικές αξίες και λειτουργίες του πολιτεύματος. Η δημοκρατία γίνεται ευάλωτη, εκτίθεται ως  σύστημα και κινδυνεύει να γίνει θύμα ακραίων τάσεων που επιβουλεύονται την ακεραιότητά της.

          Η διαφθορά, για να αναφερθώ στη  φυσιογνωμία της διαφθοράς, είναι ένα πολυσύνθετο και πολυσχιδές φαινόμενο, ένα πρόβλημα με πολλαπλές όψεις και για αυτό τόσο η κατανόηση, όσο και η αντιμετώπισή του, απαιτούν αντιστοίχως πολλές και διάφορες ειδικές επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ανάλογα με τους τομείς στους οποίους εμφανίζεται και ανάλογα με τον τρόπο της αντιμετώπισής του.

          Η διαφθορά αφορά κυρίως το δημόσιο βίο. Αναφέρεται πάντως ως φαινόμενο και στον ιδιωτικό τομέα. Για αυτό η αντιμετώπισή του γίνεται κυρίως σε δύο επίπεδα, σε δύο πεδία. Το διοικητικό, εδώ ανήκει και η διαφάνεια, για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω, καθώς και ο έλεγχος της διαφθοράς από τους διάφορους ελεγκτικούς μηχανισμούς και δεύτερον, στο δικαστικό πεδίο. Εδώ ανήκουν τα Όργανα και οι διαδικασίες των σοβαρότερων τουλάχιστον κυρώσεων. Υπάρχουν και κυρώσεις όπως οι πειθαρχικές, που κρίνονται σε άλλο επίπεδο.

          Η καταπολέμηση της διαφθοράς περιλαμβάνει δύο δράσεις. Την πρόληψή της και εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η κυριότερη μέθοδος πρόληψης είναι η διαφάνεια, και δεύτερον την καταστολή της, και η καταστολή θα έλεγα, σπεύδω να πω ότι εγκρίνεται σε δύο στάδια, στο στάδιο του ελέγχου και στο στάδιο των κυρώσεων.

          Η διαφάνεια τώρα, είναι η εξασφάλιση, τα είπε και ο κύριος Αθανασίου, θα τα επαναλάβω λίγο ελαφρώς διαφορετικά, είναι η εξασφάλιση εκείνων των συνθηκών και διαδικασιών που διευκολύνουν τον πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο σε σχέση με τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος και τη διοίκηση των κοινών εν  γένει πραγμάτων.

          Πρόκειται δηλαδή, πρώτον, για συγκεκριμένους και σαφείς κανόνες σχετικούς με τη δημοσιονομική διαχείριση και τη δημόσια διοίκηση. Δεύτερον, για τη διευκόλυνση της πρόσβασης του κοινού σε πληροφορίες σχετικά με τα θέματα αυτά και τρίτον, στη λογοδοσία των υπευθύνων.

          Η διαφάνεια αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για τη διαφθορά, αφού αποθαρρύνει παράνομες συμπεριφορές περί την υπηρεσία, καθιστώντας αυτές εκ των προτέρων ορατές και διαγνώσιμες.

          Ωστόσο, μεταξύ του νομικού πλαισίου που εξασφαλίζει τη διαφάνεια και των πρακτικών που ακολουθούνται, πολλές φορές υπάρχει διάσταση.

          Έτσι έχουν διατυπωθεί μελέτες και αναλύσεις εξειδικευμένων φορέων σε θέματα διαφάνειας και έχουν διατυπωθεί αιτιάσεις όπως για παράδειγμα όσον αφορά το σύστημα ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης, του πόθεν έσχες, το οποίο θεωρείται έτσι φορμαλιστικό. Όσον αφορά τον τρόπο που δίνονται οι πληροφορίες και τα δεδομένα και οι διαδικασίες, ο οποίος συχνά τρόπος είναι τόσο περίπλοκος και δυσνόητος που δεν διασφαλίζει τη κατανόησή τους και σε άλλα θέματα τα οποία παραλείπω  για να μην σας κουράσω.

          Θα ήταν πάντως άδικο να μην παραδεχτούμε ότι τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί σε όλα αυτά τα θέματα σημαντική πρόοδος.

          Αν αποτύχει η πρόληψη της διαφθοράς, κυρίως όπως είπαμε μέσω της διαφάνειας, η καταπολέμησή της λαμβάνει τη μορφή της καταστολής πλέον. Η καταστολή θα έλεγα ότι διέρχεται από δύο στάδια, το ελεγκτικό και το κυρωτικό στάδιο. Βέβαια δεν θα πρέπει να αγνοείται η γενικοπροληπτική δράση τόσο του ελέγχου, όσο και των κυρώσεων.

          Οι έλεγχοι είναι κυρίως διοικητικοί, ενώ οι κυρώσεις επιβάλλονται κυρίως από τους μηχανισμούς της δικαιοσύνης.

          Οι ελεγκτικοί φορείς που προβλέπονται από τη νομοθεσία, οι οποίοι λειτουργούν και ως μηχανισμοί παράλληλα και ως μηχανισμοί καταπολέμησης της διαφθοράς, είναι πολλοί και διάφοροι. Τους ανέφεραν και άλλοι ομιλητές προηγούμενοι. Το ΣΔΟΕ, το γνωστό ΣΔΟΕ, Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, Αρχή Καταπολέμησης. Συνήγορος Πολίτη, Ενιαία Αρχή Ελέγχου Δημοσίων Συμβάσεων, Οικονομική Αστυνομία και λοιπά.

          Εν όψει αυτού του χαώδους σχήματος των ελεγκτικών μηχανισμών, μια από τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει ο νομοθέτης, και άλλοι το είπαν, τα επόμενα χρόνια, στο γενικότερο πλαίσιο της διοικητικής οργάνωσης, στην προσπάθειά του για βελτίωση και εξορθολογισμού του ελεγκτικού συστήματος για τη διαφθορά, είναι το αν θα επιλέξει μια θεματική συγκέντρωση με την ανάθεση του ελέγχου της διαφθοράς σε μία Υπηρεσία, όπως για παράδειγμα είναι το αυστριακό μοντέλο ή θα προτιμήσει το υπάρχον πολλαπλό σύστημα με βάση την κατανομής ειδίκευση, συνδυασμένο όμως με ένα μηχανισμό εποπτείας και συντονισμού των διαφόρων φορέων.

          Έρχομαι τώρα στη Δικαιοσύνη. Όπως είπαμε, ο σημαντικότερος κυρωτικός μηχανισμός στον αγώνα κατά της διαφθοράς, είναι κυρίως η ποινική δικαιοσύνη. Τα τελευταία χρόνια  σημειώθηκαν πολλές εξελίξεις στον τομέα αυτόν. Εξελίξεις που οφείλονται είτε σε προηγηθείσες οργανωτικές προσπάθειες της Εισαγγελίας εντός του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, είτε σε σημαντικές νομοθετικές παρεμβάσεις που ακολούθησαν.

          Οι οργανωτικές αυτές προσπάθειες της Εισαγγελίας στις οποίες αναφέρθηκα, αφορούν το οικονομικό εν γένει έγκλημα, αλλά θυμίζω ότι τα εγκλήματα διαφθοράς αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο του οικονομικού εγκλήματος.

          Στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών  ιδρύθηκε από το 2010 ειδικό Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος, η οργάνωση και η λειτουργία του οποίου βασίστηκε σε μεθόδους σύγχρονες, ενώ συγχρόνως εκδηλώθηκε και μια σειρά από πρωτοβουλίες της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων κατηγοριών οικονομικού εγκλήματος. Εγκύκλιοι, παραγγελίες, προτάσεις, ύστερα από συσκέψεις με τους Εισαγγελείς Εφετών της χώρας και λοιπά.

          Παράλληλα ορίσαμε και Αντιεισαγγελέα Αρείου Πάγου, στον οποίο αναθέσαμε την εποπτεία και τον συντονισμό του έργου των αρμοδίων Εισαγγελέων σε θέματα οικονομικού εγκλήματος.

          Στη συνέχεια, ο νομοθέτης προχώρησε στη θεσμοθέτηση του Ειδικού Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, που έχει πανελλήνια εμβέλεια.

          Η πρώτη νομοθετική παρέμβαση τώρα που στοχεύει ειδικά στη δικαστική αντιμετώπιση πράξεων διαφθοράς, έγινε με τον γνωστό Ν.422/2011, για την εκδίκαση πράξεων διαφθοράς πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων, που αφορά βέβαια και τα αιρετά μονοπρόσωπα Όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ήδη έχει επεκταθεί, όπως θα δούμε, και σε υπαλλήλους.

          Με το νόμο αυτό, όπως είπε και ο Υπουργός Δικαιοσύνης προηγουμένως, προβλέπονται σύντομες εν γένει προθεσμίες, προβλέπεται διεξαγωγή της κυρίας ανάκρισης από ειδικούς ανακριτές αποκλειστικής απασχόλησης, για να συντομεύουν το έργο τους, με το βαθμό μάλιστα του Προέδρου Πρωτοδικών, καθώς και την περάτωση της ανάκρισης με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών.

          Πρόσφατα, πολύ πρόσφατα, με τον Ν.4139/2013, προβλέπεται ο ορισμός της Εισαγγελίας Αθηνών και  Θεσσαλονίκης, ειδικού Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, με βαθμό Αντιεισαγγελέα Εφετών, το έργο του οποίου εποπτεύει και συντονίζει ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Ήδη έχουμε ορίσει τον κύριο Νίκο Παντελή, στην πολύ ωραία εγκύκλιο του οποίου αναφερθήκατε. Πρωτοποριακή εγκύκλιος και τολμηρή.

ΟΜΙΛΗΤΗΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΤΕΝΤΕΣ: Μα για αυτό τον όρισα, διότι είναι ικανότατος και τολμηρός και γενναίος.

          Θα ήθελα να επισημάνω ότι έννοια συναφής, αλλά όχι όμοια με την έννοια της δικαιοσύνης ως κυρωτικού μηχανισμού, είναι η έννοια της δικαιότητας, έτσι το ονομάζω εντός εισαγωγικών, της αντιμετώπισης της διαφθοράς.

          Η Δικαιοσύνη τα τελευταία χρόνια δέχεται πιέσεις από την κοινωνία και τον Τύπο, αλλά και από όλη την κοινωνία, για εντατικοποίηση του τιμωρητικού μηχανισμού της και ανάδειξη του κολαστικού ρόλου της ως μέσου καθάρσεως του δράματος της οικονομικής κρίσης. 

          Αντίστοιχα αυξάνεται και ο φόβος και δικαίως και δικαιολογημένα, για την πιθανότητα υπερβολών στις διώξεις και σκληρότητα της δικαστικής κρίσης σε υποθέσεις διαφθοράς, αφού αυτή θεωρείται και όχι αδίκως, μια από τις αιτίες της οικονομικής κρίσης.

          Χωρίς να θέλω, άλλωστε δεν το δικαιούμαι, να λάβω θέση σε συγκεκριμένες αιτιάσεις, θα περιοριστώ να επαναλάβω θέσεις που έλαβα  δημοσίως  σε διάφορες ευκαιρίες, σε ανύποπτο χρόνο και θα αναφέρω τα σχετικά αποσπάσματα.

          Έτσι, για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο του 2010, έλεγα στη Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, όταν ήταν ο κύριος Υπουργός Πρόεδρος της Ενώσεως αυτής. Έλεγα: το τιμωρητικό αίτημα της κοινωνίας θα το διαχειριστούμε με νηφαλιότητα και σύνεση, αντιστεκόμενοι σε τυχόν λαϊκίστικες ακρότητες. Εκπτώσεις, τόνιζα, στο αξιακό μας σύστημα και το νομικό μας πολιτισμό, το νομικό πολιτισμό της δημοκρατικής μας κοινωνίας, μας είναι αδιανόητες.

          Επίσης, τον Νοέμβριο του 2012, μιλώντας σε επιστημονική εκδήλωση για τους εξειδικευμένους ρόλους που αναθέτει ο νόμος σε δικαστικούς λειτουργούς, έλεγα ότι ο κίνδυνος είναι αυτοί να εγκλωβιστούν και να παρασυρθούν από την γοητεία του ρόλου τους, έτσι έλεγα, ιδίως όταν ο ρόλος αυτός προβάλλεται από τα ΜΜΕ και την τρέχουσα κοινωνική αντίληψη ως καθαρτήριος και μεσσιανικός, ως πανάκεια για τα μεγάλα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που μαστίζουν τη κοινωνία μας την εποχή αυτή και να οδηγηθούν σε αδιέξοδες, υπερβολικές και εντέλει βλαβερές ανακριτικές και διωκτικές ενέργειες.

          Ευχαριστώ για την προσοχή σας.