Ο ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

Χωρίς ψήφους ακόμα
Υποβλήθηκε από aiakos στις Σάβ, 06/12/2014 - 22:21. - 0 Σχόλια

Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΟΠΩΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ ΣΗΜΕΡΑ

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Μεγάλη συζήτηση γίνεται σήμερα για την ανάδειξη της Γερμανίας σε πραγματική υπερδύναμη κάτι που εν μέρει συναρτάται με την σθεναρή οικονομική της κατάσταση.

Εντούτοις όμως απαιτείται και μια σθεναρή κοινωνική κατάσταση για να διεκδικήσει μια χώρα πράγματι τον ρόλο ενός πεφωτισμένου ηγεμόνα.

Η κοινωνική κατάσταση μιας χώρας κρίνεται από συγκεκριμένους δείκτες ευημερίας  και κοινωνικής συνοχής.

Με βάση αυτούς του δείκτες όμως μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται η εισοδηματική ψαλίδα, η εκπαίδευση και κατάρτιση, η φτώχεια, η ανεργία κοκ, η κοινωνική συνοχή της Γερμανίας δεν θεωρείται πλέον δεδομένη.

Η  υπέρβαση του οικονομικού μοντέλου με κοινωνικό πρόσωπο που ονομάστηκε καπιταλισμός του Ρήνου, έχει αφήσει  εμφανή σημάδια με τους Γερμανούς σήμερα να φοβούνται ότι η κρίση θα εξουδετερώσει εκείνη την ευημερία που με τον ρηνανικό καπιταλισμό ήταν διάχυτη σε όλη την γερμανική κοινωνία.

Ο καπιταλισμός του Ρήνου ως έννοια εισήχθη το 1991 από τον γάλλο οικονομολόγο Michael Alberrt με το βιβλίο του «Καπιταλισμός εναντίον καπιταλισμού» (εκδόσεις Γαλλαίος, ελληνική έκδοση 1993) .

Ο όρος σηματοδότησε την μορφή του καπιταλισμού που επικράτησε στην  Γερμανία και σε όλη την Δυτική Ευρώπη μετά τον πόλεμο.

Κατά τον Alberrt  στον καπιταλισμό του Ρήνου ήλεγχαν περισσότερο οι  τράπεζες και όχι η χρηματιστηριακή αγορά την οικονομική δραστηριότητα.

Επιπλέον υπήρχαν στενοί  οικονομικοί  δεσμοί μεταξύ των τραπεζών και των επιχειρήσεων, μια πιο δίκαιη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των μετόχων και του Managment επιχειρήσεων, κοινωνική εταιρική σχέση μεταξύ των συνδικάτων και των εργοδοτών, πιο εξειδικευμένο και πιο αξιόπιστο εργατικό δυναμικό μέσω της εναλλασσόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, μια ισχυρότερη κρατική ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας (ρύθμιση της αγοράς) και, τέλος, ιδιαίτερα στον πληθυσμό κοινές αξίες σε σχέση με μια πιο ισότιμη κοινωνία και μια συλλογική αντίληψη των κοινών συμφερόντων.

Την περίοδο αυτή εισήχθη σύστημα των κοινωνικών εταίρων και της συμμετοχής των εργαζομένων στα μερίσματα της καπιταλιστικής παραγωγής και στην διοίκηση των επιχειρήσεων (συνδοιίκηση).

Οι καπιταλιστές  και οι εργαζόμενοι φαίνονταν  να επιβαίνουν στην ίδια βάρκα, αφού στην εκμετάλλευση των εργαζομένων τέθηκαν σαφή όρια ενώ οι ταξικές αντιθέσεις  εξομαλύνθηκαν ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες κοινωνικής ειρήνης.

Μια διαρκής πολιτική συμβάσεων και συμβιβασμών κατέτεινε προς τη συνεχή βελτίωση  των συνθηκών διαβίωσης, την αύξηση της αγοραστικής δύναμης η οποία τόνωσε  την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία πλήρους απασχόλησης.

ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ

Ο Albert αντιπαραβάλει τον «καπιταλισμό του Ρήνου» ο οποίος κατά την άποψη διαθέτει κοινωνικό πρόσωπο, με το νέο-αμερικανικό ή αγγλοσαξονικό μοντέλο καπιταλιστικής οικονομίας που υλοποίησαν οι κυβερνήσεις Ronald Reagan και Margaret Thatcher, υπό επιρροή των θεωριών του νεοφιλελευθερισμού.

Παρά το γεγονός ότι ο ρηνανικός  καπιταλισμός είναι δικαιότερος, αποτελεσματικότερος  και λιγότερος βίαιος, επικράτησε το αγγλοσαξονικό μοντέλο διότι  προσέφερε υψηλότερες δυνατότητες κέρδους ενώ ταυτόχρονα επέδρασαν πολύπλοκα ψυχολογικά φαινόμενα  και η προπαγάνδα των ΜΜΕ με τέτοιο τρόπο ώστε το αμερικανικό μοντέλο να φαίνεται το δυναμικότερο και ελκυστικότερο .

Η εξέλιξη του καπιταλισμού της Ρηνανίας βέβαια δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά προέκυψε από της ανάγκες επιβολής των ΗΠΑ έναντι της Σοβιετικής Ένωσης,

Οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ότι για να κερδίσουν  στην επικείμενη αναμέτρηση των συστημάτων έπρεπε γρήγορα να ανορθώσουν οικονομικά τη Γερμανία και την Ιαπωνία.

Μετά την παγκόσμια επικράτηση του καπιταλισμού και την παλινόρθωση  του  στην Ανατολική Ευρώπη, δεν  υπήρχε πλέον λόγος για τη περαιτέρω  διατήρηση  του μοντέλου ισορροπίας που εξασφάλιζε την κοινωνική  συνοχή.

Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 άλλαξαν ριζικά οι όροι λειτουργίας του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές πέρασαν τον καπιταλισμό του Ρήνου από την μηχανή του κιμά.

Η οικονομία της Γερμανίας μετασχηματίστηκε ριζικά,

Τα κεφαλαιακά κέρδη έγιναν αφορολόγητα, το πεδίο εφαρμογής της επαναγοράς μετοχών επεκτάθηκε όπως και το πεδίο για ευέλικτη αποζημίωση των Manager πχ. μέσω  Bonus.

Το κράτος εκποίησε  τις επενδύσεις του σε μετοχές, και τα hedge funds είχαν τη δυνατότητα για πρώτη φορά να μπουν στις αγορές κεφαλαίων.

Από το 2004 και  μετά η σοσιαλδημοκρατική  κυβέρνηση  Schröder με  την περίφημη Agenda 2010, έθεσε οριστικά και αμετάκλητα το τέλος στον ρηνανικό καπιταλισμό και μετατόπισε την Γερμανία προς τον αγγλοσαξωνικό πρότυπο καπιταλισμού.

H  Agenda  2010, συνδέθηκε με την ολική απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων,  την απορύθμιση του ωραρίου εργασίας με τους  εργαζόμενους να εργάζονται  περισσότερες ώρες για την ίδια αμοιβή, την κατάργηση της προστασίας κατά των απολύσεων,  την καθιέρωση ενός ενιαίου κατά κεφαλήν συντελεστή για τα ασφάλιστρα υγείας,  και την σύμπτυξη  των επιδομάτων ανεργίας και των κοινωνικών επιδομάτων  (Hartz IV).

Με λίγα λόγια  την κατάργηση πολλών κοινωνικών  επιτευγμάτων.

Την ίδια στιγμή τα κέρδη των επιχειρήσεων εκτοξεύτηκαν στα ύψη και η αναλογία του κεφαλαίου  στο ΑΕΠ έφτασε σε ανήκουστα ύψη .

Από εκεί και  μετά η  τάση στην Γερμανία ήταν η  μείωση των μισθών.

Τα συνδικάτα  αδύναμα και χωρίς κάλυψη στην πολιτική σκηνή, στα ΜΜΕ και στον πληθυσμό προσπαθούσαν μόνο να αποτρέψουν τα χειρότερα

Η απειλή μετανάστευσης  της παραγωγής από την Γερμανία σε άλλες χώρες, ήταν η   μόνιμη επωδός που συνόδευε  τους αγώνες μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.

Η εργασία  στην Γερμανία αξιολογήθηκε ως  ακριβή διότι ένας  εργάτης στην ανατολική Ευρώπη κόστιζε μόνο το 1/5 σε σύγκριση με  τον δυτικογερμνό συνάδελφο του.

Με άλλα λόγια, τα κέρδη των γερμανικών επιχειρήσεων εκτιμήθηκαν ως χαμηλά από τις  εταιρείες  και για  να διασφαλιστούν  υψηλότερα  κέρδη και μόνο διαχύθηκε  απροκάλυπτα η απειλή μετάθεσης της παραγωγής προς την ανατολική Ευρώπη  και την Ασία.

Σήμερα λοιπόν στην  μεγάλη καπιταλιστική  μητρόπολη  Γερμανία, ζούνε  7 εκ. άνθρωποι που  κερδίζουν  από 400 έως  ένα  ευρώ τον μήνα μέσω του προγράμματος   HARTZ IV το οποίο υποχρεώνει στην χαμηλά εκμισθωμένη απασχόληση σε διάφορους φορείς και κατόπιν στην προσφυγή στην πρόνοια. 

Εάν  προσθέσουμε και τα τρία εκ, ανέργους. τότε γίνεται αντιληπτό  ότι στην Μητρόπολη του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού, περίπου 10 εκ.άτομα - δηλαδή το 15% του πληθυσμού-.ζουν από την πρόνοια και την κοινωνική επιδότηση.

Η ψαλίδα μεταξύ φτωχών και πλουσίων ανοίγει επικίνδυνα από τότε  που ολοκληρώθηκαν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και το ασφαλιστικό. 

Είναι ενδεικτικό ότι από τα 41 εκ. Γερμανών εργαζομένων, το 45% ή τα 19 εκ. κερδίζουν  έως   1600 Ευρώ μικτά, ένα 20% μέχρι 2500 Ευρώ, 21% έως 3750 Ευρώ και ένα 13% πάνω από 3750 Ευρώ. Παράλληλα το 36% των μονογονεικών οικογενειών με ένα παιδί και το 45% με δύο παιδιά έχουν ανάγκη προνοιακών επιδομάτων, ενώ από τα 41 εκ. εργαζόμενων μόνο τα 28 εκ διαθέτουν  κανονική, μη επισφαλή  εργασία με ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές εισφορές.

Η κοινωνική ανισότητα αναπαράγεται και από το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα  Στον τομέα της εκπαίδευσης όπως σημειώνεται και στη τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για την παιδεία. Ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ το 60% μιας σχολικής φουρνιάς εισάγεται κατά μέσω όρο στο πανεπιστήμιο, στη Γερμανία το ποσοστό βρίσκεται στο 42% .

Εξ ου οι πτυχιούχοι στην Γερμανία αμείβονται κατά 80% καλύτερα από έναν που δεν σπούδασε. Η  διαφορά στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ είναι 55%.

Ενώ στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες  το 37% των νέων ανθρώπων έχουν καλύτερη εκπαίδευση από τους γονείς τους, στη Γερμανία το ποσοστό της προόδου είναι μόλις 20%.

Παράλληλα οι θέσεις πλήρους απασχόλησης μειώνονται συνεχώς, και η ημιαπασχόληση αυξάνεται.

Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει  ξαφνικά  πολύ λιγότερα χρήματα στη διάθεσή  μου και αναγκάζεται να  ζητήσει  κρατική βοήθεια.

Τα μωσαϊκό της κοινωνικής ανισότητας  στην Γερμανία διαφαίνεται ιδιαίτερα στο φαινόμενο της «ενεργειακής  φτώχειας».με  600.000 νοικοκυριά, στα οποία  έχει διακοπεί η ηλεκτροδότηση λόγω αδυναμίας πληρωμής.

Ακόμη,  8% των νοικοκυριών αδυνατούν  να πληρώσουν τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας.

Όσον αφορά τις συντάξεις μετά την τελευταία ασφαλιστική μεταρρύθμιση, που αφορά  όσους μπήκαν στην αγορά εργασίας μετά το 1995, το ποσοστό αναπλήρωσης της σύνταξης πέφτει από το 51% σήμερα στο 43% του καθαρού μισθού προ φόρων. Επιπλέον τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης έχουν ανέβει στα 67 χρόνια.                            Ο εργαζόμενος που αμείβεται με έως 2.500 ευρώ μεικτά τον μήνα, μετά από 35 χρόνια εργασίας, θα παίρνει 688 ευρώ σύνταξη. Το ίδιο ποσό θα δικαιούται και κάποιος που θα δουλέψει 40 χρόνια, αμειβόμενος με έως 2.200 ευρώ μεικτά.

Ενώ λοιπόν η κυβέρνηση Μέρκελ επαίρεται  ότι έχει μειώσει δραστικά την  ανεργία και έχει αυξήσει την κοινωνική συνοχή, στην πραγματικότητα έχει προβεί σε μια ανάλγητη οικονομική και κοινωνική πολιτική ως συνέχεια  της πολιτικής «εκσυγχρονισμού» του Schröder , η οποία σε συνδυασμό με την ύφεση που αρχίζει να δείχνει τα δόντια της και στην Γερμανία,  περιορίζοντας σταδιακά την ενίσχυση της απασχόλησης, διεγείρει στον γερμανικό λαό δικαιολογημένους υπαρξιακούς φόβους.                      

Η αβεβαιότητα που προκαλεί η  οικονομική συγκυρία αναγκάζει πολλές γερμανικές επιχειρήσεις να «παγώσουν» τα σχέδια νέων προσλήψεων, ενώ παράλληλα  μειώνεται ο αριθμός των ακάλυπτων  θέσεων εργασίας.     

Σε συνδυασμό με την συνεχώς διογκούμενη ημιαπασχόληση, και την διόγκωση της εξάρτησης από τα προγράμματα πρόνοιας η εικόνα που προδιαγράφεται στην Γερμανία δείχνει μάλλον μια κοινωνία των 3/5 στην οποία τα 2/5 δεν μπορούν πλέον να   ακολουθήσουν την τάση του γερμανικού πολιτικοοικονομικού ηγεμονισμού       

Το έλλειμμα κοινωνικής συνοχής  που επεκτείνεται στην γερμανική  κοινωνία ανάγεται  προφανές στο  «σύνδρομο της ανταγωνιστικότητας»  που διακατέχει την γερμανική  οικονομική ελίτ.

Ο στόχος της κατάκτησης  της  κινεζικής αγοράς και η ανταπόκριση στα νέα δεδομένα ανταγωνιστικότητας που ανακύπτουν με την απογείωση ποικίλων ανερχόμενων οικονομιών ( ΒRIC: Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία , Κίνα   νέες αναδυόμενες οικονομίες Τουρκία, Μεξικό, Πακιστάν,  Ινδονησία, Μαλαισία,  Περού,  Κολομβία,  Βενεζουέλα, Βιετνάμ κα1} αυξάνει τις πιέσεις προς την ίδια την Γερμανία να κινεζοποιηθεί εσωτερικά και να κινζοποιήσει εσωτερικά την Ευρώπη.

Ένα αγεφύρωτο κοινωνικό χάσμα  όμως στην  ίδια την Γερμανία και  στην συνέχεια σε ολόκληρη την Ευρώπης  , με  ζώνες,  φτώχειας και ανεργίας αφενός και  ζώνες ημιπολιτελούς και πολυτελούς διαβίωσης αφετέρου, θα είναι δύσκολο να αποσπάσει συναινέσεις μακροπρόθεσμα και να νομιμοποιηθεί, ακόμα και με την επίκληση των προκλήσεων του παγκόσμιου ανταγωνισμού.

Δεν μπορεί καμία περιοχή της Ευρώπης να ανταγωνιστεί  το εργατικό κόστος της Κίνας. ούτε να πειθαρχήσει απόλυτα στις απαιτήσεις της δημοσιονομικής περιστολής.

Ούτε είναι δυνατόν να αποδιαρθρωθεί  κατά το δοκούν το κοινωνικό κράτος σε μια περιοχή που τροφοδοτείται  από τον πολιτισμό του διαφωτισμού. 

Η Γερμανία επιζητά  την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα,, αλλά άνευ αντισταθμιστικών πολιτικών  όπως η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής  πολιτικής για την αναχαίτιση της ύφεσης.

Έτσι όμως  το «κόστος της ανταγωνιστικότητας»  μεταφέρεται στις κοινωνίες και  διαρρηγνύει τους κοινωνικούς ιστούς σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Εάν η Γερμανία αποδεχτεί ότι  το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο  δεν έχει κανένα μέλλον, αναπόφευκτα, στην ίδια τη Γερμανία, θα δημιουργηθεί  μια καθημαγμένη κοινωνία που δεν πρόκειται να παρακολουθήσει αν μη τι άλλο να συναινέσει στις βλέψεις γερμανικής ηγεμονίας.  

Οι  μεταρρυθμίσεις της Γερμανίας του 1990, του 2004 όσο και τα πρόσφατα προγράμματα δημοσιοοικονομικής σταθεροποίησης που επιβάλλονται στον  ευρωπαϊκό νότο δείχνουν ότι η Γερμανία έχει ολοκληρωτικά αποποιηθεί το μοντέλο του Ρήνου λόγω του συνδρόμου υπερπληθωρισμού που την διακατέχει.

Όσο δελεαστικό  ήταν το μοντέλο του Ρήνου τόσο αποκρουστικό είναι το μοντέλο της νέας Βαϊμάρης και του νομισματικού εθνικισμού που προτάσσει η Γερμανία σήμερα.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

Πολλές είναι οι θεωρίες και οι απόψεις για το πώς η χώρα μας έφθασε στο χείλος της χρεωκοπίας και στην οικονομική καταστροφή των Ελλήνων. Τα τελευταία 5 χρόνια έχουν ακουστεί και έχουν γραφτεί πολλά για το πώς οδηγηθήκαμε στο 1.500.000 ανέργους, στο κλείσιμο χιλιάδων καταστημάτων και επιχειρήσεων, στη (σχεδόν) διάλυση των ασφαλιστικών ταμείων, του συστήματος υγείας και πρόνοιας στη φτώχεια και την εξαθλίωση των πολιτών και την μετανάστευση περίπου 300.000 νέων, προς αναζήτηση εργασίας σε άλλες χώρες, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι επιστήμονες.

Μια από τις αλήθειες, για την κατάσταση όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και κορυφώθηκε τα τελευταία χρόνια, είναι ότι υπεύθυνοι είναι αποκλειστικά όσοι κυβέρνησαν την χώρα από το 1980 έως σήμερα και η Ευρωπαϊκή Ένωση (δηλαδή η Γερμανία).

Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα πέραν του ότι είναι «γωνιακό οικόπεδο» από τις φυσικές της ομορφιές, τον ήλιο και τη θάλασσα, διαθέτει και υπέδαφος πλούσιο σε φυσικό αέριο, πετρέλαια αλλά και χρυσό.

Αυτόν τον πλούτο μας τον θέλει πάση θυσία η Γερμανία. Η οποία με τον μανδύα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (την οποία ελέγχει απόλυτα οικονομικά) μ’ ένα μακρόπνοο σχέδιο κατόρθωσε να μας οδηγήσει στη χρεωκοπία και να μας ελέγχει απόλυτα. Και για όσους ακόμη δεν το έχουν αντιληφθεί, η Ελλάδα βρίσκεται υπό την οικονομική κατοχή της Γερμανίας.

Με τα μνημόνια που μας επέβαλαν, δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε μόνοι μας. Η κυβέρνηση δεν μπορεί (κι όταν μπορούσε πάλι λάθη έκανε) να πάρει καμία απόφαση αν δεν την εγκρίνει πρώτα η Γερμανία (και για τα μάτια του κόσμου η Τρόικα).

Στις 10ετίες του ’50 του ’60 και του ’70, η Ελλάδα είχε αλματώδη ανάπτυξη. Παρά το γεγονός ότι προερχόταν από ένα καταστροφικό Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (και έναν εμφύλιο) οι Έλληνες δούλευαν. Δούλευαν σκληρά και πέτυχαν να δημιουργήσουν μια ισχυρή οικονομία, χωρίς να χρειάζονται δανεικά. Ήρθαν όμως από το 1980 τα μεγάλα "πολιτικά μυαλά" και διπλασίασαν τους δημόσιους υπαλλήλους (για άγρα ψήφων) διπλασίασαν τους μισθούς (διαλύοντας έτσι επιχειρήσεις και βιομηχανίες με άνθηση) και άρχισαν οι αθρόες επιδοτήσεις προς τους αγρότες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πάψει να εργάζεται ο αγρότης και η χώρα να κάνει πλέον εισαγωγές από το εξωτερικό. Το ίδιο ισχύει και για την κτηνοτροφία και για άλλους παραγωγικούς κλάδους.

Μετά ήρθαν τα ΜΟΠ, το ΕΣΠΑ που έδωσαν απίστευτα χρήματα στους Έλληνες και ειδικά στην ύπαιθρο, όπου όλοι αντί να εργάζονται ζούσαν πολυτελή ζωή μ’ αυτά (γεμίσαμε 4Χ4, νυχτερινή ζωή κλπ). Και η ανάπτυξη σταμάτησε πλήρως. Όλοι είχαν λεφτά (τα οποία ξόδευαν ασύστολα δημιουργώντας πληθωρισμό και χάνοντας την αξία τους). Μόνο που τότε το κράτος δανειζόταν με υπέρογκα ποσά για να τα βγάλει πέρα. Και δανειζόταν όχι με επιτόκια αγοράς, αλλά επιτόκια τοκογλυφίας.

Στη συνέχεια ήρθε και η φούσκα του χρηματιστηρίου όπου χάθηκαν οι περισσότερες οικονομίες των νοικοκύρηδων και οι αποταμιεύσεις (πλούτισαν μόνο κάποιες εκατοντάδες επιτήδειων) κι αποτελείωσε τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Και σε όσους απέμειναν ακόμη κάποια χρήματα, ήρθαν μετέπειτα τα κάθε λογής χαράτσια , οι έκτακτες εισφορές, η φορολόγηση κινητών και ακινήτων, το επίδομα αλληλεγγύης και οι λοιποί φόροι για να τους τα πάρουν όλα! Και μετά, το κλείσιμο επιχειρήσεων, οι μειώσεις μισθών , η έκρηξη της ανεργίας και της φτώχειας.

Έτσι φθάσαμε στη ζοφερή σημερινή πραγματικότητα που η ζωή μας εξαρτάται από το τι θα πει η Μέρκελ και ο Σόιμπλε. Και το σπουδαιότερο : κανείς δεν γνωρίζει πόσα λεφτά έχει δανειστεί η χώρα, πόσα πλήρωσε και πόσα χρωστάει ακόμη.

Λίγο πολύ έτσι οδηγηθήκαμε στη σημερινή κατάσταση. Το ερώτημα είναι τι έκαναν τα μεγάλα πολιτικά μυαλά του τόπου, οι ηγέτες μας (τρομάρα τους). Άλλος ήταν καλοπερασάκιας και γυναικάς, άλλος ρουσφετολόγος, άλλος συμφεροντολόγος, άλλος ανίκανος, άλλος υποτακτικός (βάλτε όποιο όνομα θέλετε δίπλα σε κάθε επίθετο, απ’ όσους μας κυβέρνησαν). Για την ιστορία ν’ αναφέρουμε ότι από το 1980 έως σήμερα διετέλεσαν πρωθυπουργοί οι Ανδρέας Παπανδρέου, Κων/νος Μητσοτάκης, Κώστας Σημίτης, Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Παπανδρέου, Λουκάς Παπαδήμος και Αντώνης Σαμαράς (συνεργαζόμενος με τον Ευάγγελο Βενιζέλο).

 

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ

Ο καπιταλισμός δεν είναι σε κάθε χώρα ακριβώς ίδιος. Οι ολιγάρχες και το διεφθαρμένο πελατειακό κράτος που βλέπουμε στην Ελλάδα είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο. Ούτε η ελίτ ούτε η τρόικα έχουν δείξει καμία διάθεση για την αλλαγή ή έστω τη βελτίωση του παραγωγικού μοντέλου. Όμως για μια κυβέρνηση που θα θέλει να λειτουργήσει υπέρ των λαϊκών συμφερόντων και να ανασυγκροτήσει τη χώρα, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου είναι αναγκαιότητα και υποχρέωση.

Αντίθετα με ότι κάποιοι εσφαλμένα νομίζουν, ο κοινωνικός πλούτος και η ευημερία οφείλονται στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών και όχι στην κατανάλωσή τους. Σε συνθήκες μάλιστα αδυναμίας δανεισμού όπως τώρα, ο πλούτος που θα καταναλώνεται θα είναι περίπου ίδιος με αυτόν που παράγεται, είτε μας αρέσει είτε όχι. Σήμερα η πίτα της οικονομίας μειώνεται, οι ολιγάρχες μένουν στο απυρόβλητο και η ανισότητα μεγαλώνει. Πρέπει να γίνει ακριβώς το αντίθετο, ανασυγκρότηση και αναδιανομή.

Ο δημόσιος τομέας παράγει και αυτός πλούτο εκτός από τον ιδιωτικό. Παράγει πλούτο, όχι βέβαια επειδή οι δημόσιοι υπάλληλοι ξοδεύουν τον μισθό τους στα μαγαζιά, αλλά στον βαθμό που παρέχει υποστηρικτικές υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο. Το πελατειακό κράτος και οι αργομισθίες δεν παράγουν πλούτο, αλλά αφαιρούν.

Είναι απαραίτητο λοιπόν να υπάρξει ολική αναδιάρθρωση του Δημοσίου. Όχι προς την κατεύθυνση της μείωσης κόστους με απολύσεις, αλλά προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της κοινωνικής αποτελεσματικότητας. Θα πρέπει η επόμενη κυβέρνηση να εγγυηθεί τις θέσεις εργασίας του Δημοσίου, αλλά να μετακινηθούν εργαζόμενοι προς τις περιοχές που υπάρχει ανάγκη. Να αλλάξουν οργανογράμματα και να γίνουν οικονομίες κλίμακας με στόχο την κοινωνική ωφέλεια και τη διοχέτευση πόρων σε δημόσιες επενδύσεις.

Αρκετοί λένε ότι η υγιής επιχειρηματικότητα είναι καλοδεχούμενη, αλλά οι περισσότεροι δεν μπαίνουν στον κόπο να την ορίσουν. Μία κυβέρνηση με αριστερό χαρακτήρα θα πρέπει να θεωρεί υγιή κάθε επιχειρηματικότητα που επιθυμεί να λειτουργεί εντός του αυστηρού φιλεργατικού και οικολογικού θεσμικού πλαισίου που χρειάζεται να θεσπιστεί. Τέτοιου τύπου επιχειρηματικότητα θα πρέπει να διευκολύνεται ώστε να κερδοφορήσει και όταν κερδοφορεί να φορολογείται.

Το φαινόμενο να θεωρούνται όλα τα γραφειοκρατικά προβλήματα για τις επιχειρήσεις ως δεδομένα, ενώ η αμοιβή και τα ένσημα των εργαζομένων ως μεταβλητά, δεν είναι άσχετο με την κακοδαιμονία της χώρας μας. Ακόμη και αν οι μισθοί των εργαζομένων μηδενιστούν, ποιος θέλει να επενδύσει σε μια χώρα που αν χρειαστεί να προσφύγει στη Δικαιοσύνη, η υπόθεσή του θα εκδικαστεί σε δέκα χρόνια; Συμφέρει για επενδύσεις η χώρα με το μεγαλύτερο ενεργειακό και μεταφορικό κόστος;

Στις σημερινές συνθήκες διάλυσης του παραγωγικού ιστού και της καλπάζουσας ανεργίας η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, που σήμερα είναι σχεδόν ανύπαρκτη στην Ελλάδα, είναι πιο απαραίτητη παρά ποτέ. Μείωση της ανεργίας με μαζικούς διορισμούς στο Δημόσιο δεν γίνεται να υπάρξει στις σημερινές συνθήκες. Το λεφτόδεντρο ξεράθηκε.

Προϋπόθεση για τη μείωση της ανεργίας είναι να ενισχυθούν οι κοινωνικές και αυτοδιαχειριζόμενες οικονομικές δραστηριότητες και να διευκολυνθεί η αυταπασχόληση. Πρέπει όχι απλώς να φτιαχτεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο λειτουργίας για εγχειρήματα τύπου ΒΙΟΜΕ και συνεταιριστικές προσπάθειες νέου τύπου, αλλά το κράτος να αναλάβει βοηθητικό διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ δικτύων παραγωγών, προμηθευτών και καταναλωτών. Και η ενίσχυση να γίνεται κατά προτίμηση με τη μορφή υλικοτεχνικής υποστήριξης και όχι με χρήματα, για να μην ξαναζήσουμε τα φαινόμενα διαφθοράς των συνεταιρισμών σε προηγούμενες δεκαετίες.

Ο δρόμος για την ανασυγκρότηση είναι δύσκολος, αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

 

Πηγές

Μανόλης Μαυροζαχαράκης 247 news 2013

Η ΑΥΓΗ 6/12/2014

Ekriti.gr 6/12/2014